ξεπικρίζω

ξεπικρίζω
ξεπίκρισα, ξεπικρίστηκα
1. μτβ., βγάζω, αφαιρώ την πίκρα πράγματος, κάνω κάτι να μην είναι πικρό.
2. αμτβ., αποβάλλω την πικρή μου γεύση: Οι ελιές ξεπικρίζουν με το ξίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεπικρίζω — ξεπικρίζω, ξεπίκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”